Response to the Oversight Board’s Public Consultation on Greek 2023 elections campaign cases

Published in Oversight Board, 2023

The story of far-right extremists’ participation in our national elections caused great societal concern last year and was the topic of many political discussions. Thus, first of all, I would like to thank the Oversight Board for undertaking such an important and politically sensitive case. I will now switch to Greek, my maternal language, as I would like to have this comment made public and shared with fellow Greeks.

Με το παρόν σχόλιο δε θα ήθελα να σχολιάσω τόσο την νομοθετική στρατηγική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με τον αποκλεισμό του κόμματος του Η. Κασιδιάρη από τις Εθνικές Εκλογές, όσο τον καταλυτικό ρόλο του ίδιου να ενισχύσει επικοινωνιακά το κόμμα των Σπαρτιατών βοηθώντας το να μπει τελικώς στη Βουλή. Μολαταύτα, όπως τελικώς αποδείχθηκε, η νομοθετική παρέμβαση ήταν μάλλον βεβιασμένη και ενίσχυσε το ίδιο το προφίλ του καταδικασμένου ναζιστή, μετατρέποντας τον σε έναν «λαϊκό αντί-συστημικό ήρωα» που τον πολεμάει το «κατεστημένο». Χαρακτηριστικό του νομοθετικού πανικού της κυβέρνησης, που οδηγήθηκε περισσότερο από πολιτικές σκοπιμότητες παρά από δημοκρατικά αντανακλαστικά, ήταν το γεγονός ότι έφερε τρεις παρεμβάσεις σε διάστημα λίγων μηνών.

Σε κάθε περίπτωση, η εκλογική επιτυχία των «Σπαρτιατών» πρόκειται, θα λέγαμε, για ένα πρωτοφανές φαινόμενο πολιτικής επικοινωνίας καθότι, τόσο οι δημοσκοπήσεις όσο και οι ευρύτερες προεκλογικές συζητήσεις στα ΜΜΕ, δεν είχαν ασχοληθεί με ή απασχοληθεί από το εν λόγω κόμμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονταν μέχρι και λίγες ημέρες πριν τις επαναληπτικές εκλογές έδειχναν ότι δύσκολα θα μπορέσουν οι «Σπαρτιάτες» να περάσουν το όριο του 3% για την είσοδο στη Βουλή, ενώ το ίδιο το κόμμα δεν είχε συμμετάσχει καν – καθώς επί της ουσίας δεν υπήρχε – στις πρώτες εκλογές του Μαΐου 2023.

Προτού απαντήσω στα τέσσερα σημεία που αναφέρονται στην ανακοίνωση ως σημαντικές παράμετροι για την συγκεκριμένη υπόθεση, θα ήθελα να εκφράσω τη γνώμη μου τόσο για τις αποφάσεις της Meta σχετικά με τις δύο εξεταζόμενες δημοσιεύσεις όσο και να προτείνω στο Oversight Board να μην ανατρέψει τις αποφάσεις της Meta. Ωστόσο, υπάρχει μια διαφοροποίηση στις δύο περιπτώσεις και σίγουρα θα βοηθούσε αν είχαμε περισσότερες λεπτομέρειες για τη δεύτερη.

Αρχικά, στην πρώτη περίπτωση, θεωρώ ότι η Meta έδειξε σημαντικά αντανακλαστικά και κατανόηση ως προς το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο της Ελλάδας, καθώς ο υποψήφιος των «Σπαρτιατών» θέλησε να επωφεληθεί από την προώθηση του ονόματος του Η. Κασιδιάρη ως υποστηρικτή του κόμματος του, αλλά και να εκφράσει έμμεσα την υποστήριξη του ίδιου ως προς τον Η. Κασιδιάρη. Έτσι, προτείνω στο Oversight Board να μην αλλάξει την απόφαση της Meta. Στη δεύτερη περίπτωση, κατά πάσα πιθανότητα, έχουμε να κάνουμε πάλι με μία ανάλογη περίπτωση, αλλά δεν έχουμε αρκετές λεπτομέρειες για να πάρουμε μια σίγουρη απόφαση (εκτός εάν έχει το Oversight Board), καθώς θα μπορούσε να πρόκειται για σχολιασμό των γεγονότων ή ειρωνική δημοσίευση. Σε περίπτωση, όμως, που το Oversight Board έχει καλύτερη πληροφόρηση επί της δεύτερης περίπτωσης, προτείνω να μην αλλάξει ούτε αυτή την απόφαση της Meta. Το υπόλοιπο του σχολίου μου απαντά στα τέσσερα προαναφερθέντα σημεία που έθεσε η ανακοίνωση της ανάληψης της υπόθεσης από το Oversight Board.

Trends in the use of social media platforms by organized hate movements in Greece and Europe, in particular in the context of elections, and related impacts on civic discourse and the rights of marginalized groups, including migrants.

Κλειδί στην επιτυχία, λοιπόν, των «Σπαρτιατών» ήταν η επικοινωνιακή στρατηγική του Η. Κασιδιάρη, ο οποίος έκανε προεκλογική εκστρατεία από τη φυλακή ανενόχλητα. Ο τρόπος με τον οποίο οργάνωσε αυτή την εκστρατεία δεν ήταν άλλος από ορισμένα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (κυρίως YouTube και Twitter) και κάποιες εφαρμογές επικοινωνίας (κυρίως Viber και Telegram). Όμως, όπως στην περίπτωση του Β. Στίγκα, προέδρου των «Σπαρτιατών», ο Η. Κασιδιάρης λειτουργεί με αντιπροσώπους (proxies) που δραστηριοποιούνται μέσα από το δίκτυο της καταδικασμένης ναζιστικής οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» και άλλων πιο σύγχρονων παρόμοιων φασιστικών οργανώσεων. Έτσι, όπως έδειξαν και διάφορα ρεπορτάζ, οι υποστηρικτές του Η. Κασιδιάρη και των «Σπαρτιατών» έκαναν εκτεταμένη χρήση και άλλων πλατφορμών, όπως το TikTok, το Instagram και το Facebook (κυρίως μέσω groups).

Όπως ήδη εννόησα στην αρχή, θα ήταν μυωπικό να λέγαμε ότι την κύρια ευθύνη για την επιτυχία των «Σπαρτιατών» και την ενίσχυση του ακροδεξιού λόγου στη Βουλή (αλλά και, γενικότερα, τη δημόσια μας σφαίρα) ευθύνονται τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Αντ’αυτού, είναι εμφανές ότι αυτές είναι παθογένειες της κρίσης του πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού και μιντιακού μας συστήματος. Άρα, πρωταρχική ευθύνη έχουν αυτό που ονομάζουμε mainstream ή συστημικά Μέσα και οι πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής. Μολαταύτα, η έκρηξη των ΜΚΔ και η «πλατφορμοποίηση» της δημόσιας σφαίρας έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε και λαμβάνουμε πληροφορία και, άρα, συμμετέχουμε στη δημόσια συζήτηση και εκπληρώνουμε τα καθήκοντα μας ως πολίτες.

Σε αυτό το πλαίσιο, μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο της Τουλούζης (ήμουν μέλος μέχρι πρόσφατα εκεί, αλλά δεν συμμετείχα στην έρευνα) δημοσίευσε πρόσφατα μια μελέτη πάνω ακριβώς σε αυτήν αλληλεπίδραση όλων των παραπάνω παραγόντων, διαφωτίζοντας τον τρόπο με τον οποίο έχει αυξηθεί και κανονικοποιηθεί ο ακροδεξιός λόγος τόσο στα ΜΜΕ όσο και στα ΜΚΔ. Μάλιστα, οι ερευνητές έχουν αφιερώσει ένα κομμάτι στην «υπόθεση Κασιδιάρη», όπου βλέπουμε την πληθώρα διαύλων επικοινωνίας που διαθέτει ο εν λόγω κατάδικος, αλλά και την σταδιακή αύξηση των άρθρων στα παραδοσιακά ΜΜΕ όσο πλησιάζουν οι εθνικές εκλογές. Εδώ, αξίζει να σημειώσουμε πως η Meta έχει απαγορεύσει στον Η. Κασιδιάρη να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της, κάτι που δεν έχουν κάνει άλλες πλατφόρμες (YouTube/Twitter).

Views on how Meta should moderate content relating to proscribed political parties and hate organizations and figures, considering Meta’s values of “safety” and “voice,” and the company’s human rights responsibilities in freedom of association, equality and non-discrimination, and public participation.

Αυτό πρόκειται για μια πολύ ουσιαστική συζήτηση καθώς, πολύ συχνά, η Meta έχει λογοκρίνει (μέσω απομάκρυνσης περιεχομένου, περιορισμού της ορατότητας του, κατάργηση λογαριασμών, κ.ά.) φωνές που προέρχονται από καταπιεσμένες ή/και ευάλωτες κοινότητες. Για παράδειγμα, το 2021, όταν οι Ισραηλινοί έποικοι ενίσχυσαν τις επιδρομές τους στα παλαιστινιακά κατεχόμενα εδάφη, διάφοροι αναλυτές σημείωσαν αύξηση των περιστατικών μονόπλευρης λογοκρισίας των Παλαιστίνιων στα ΜΚΔ. Επίσης, σε χώρες με έλλειμα δημοκρατίας ή, απλώς, αυταρχικά καθεστώτα, δεν είναι απίθανο για τους έγκλειστους (εάν τους επιτρέπεται ή το καταφέρνουν οι ίδιοι) ή υπό δίωξη αντιφρονούντες να κάνουν χρήση των σημαντικών δικτύων των ΜΚΔ για να επικοινωνήσουν με τον κόσμο. Για παράδειγμα, το 2021, πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Google και η Apple απομάκρυναν μια εφαρμογή, κατασκευασμένη από ή συνδεδεμένη με τον γνωστό αντιφρονούντα Alexei Navalny, από τα ψηφιακά τους καταστήματα που είχε ως στόχο την ενημέρωση σχετικά με και την εναντίωση στις προεδρικές εκλογές της Ρωσίας. Αντίστοιχα παραδείγματα προβληματικής διαχείρισης περιεχομένου έχουν υπάρξει και από τη Meta.

Συνεπώς, οι πολιτικές που αφορούν ανθρώπους που έχουν χαρακτηριστεί ως εγκληματίες από τις εθνικές τους κυβερνήσεις πρέπει να λαμβάνονται με ιδιαίτερη προσοχή και πάντα με σεβασμό στο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, δεν μπορούν να είναι αγνωστικές ως προς το πολιτικό γίγνεσθαι και γι’αυτό το λόγο πρέπει σε αυτές τις περιπτώσεις να γίνεται κλιμάκωση της διαχείρισης τους σε αρμόδιες ομάδες εντός της Meta, ώστε να εφαρμόζονται ισότιμα. Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει και την πολιτική βούληση εντός της Meta να μην επιτρέπει την εργαλειοποίηση των υπηρεσιών της από τις κυβερνήσεις (είτε για αναφανδόν καταπιεστικές πρακτικές είτε για πολιτικό-οικονομικές σκοπιμότητες). Λόγου χάρη, αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα περισσότερα ΜΚΔ στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισαν, με την προτροπή των οργάνων της Ε.Ε. και εθνικών κυβερνήσεων, να απαγορεύσουν τη διάχυση και εμφάνιση πληροφοριών σε χρήστες της Ε.Ε. από ρωσικά Μέσα που χρηματοδοτούνται και ελέγχονται ολικώς ή μερικώς από το Κρεμλίνο. Η αιτιολόγηση, φυσικά, ήταν η αποτροπή διάδοσης παραπληροφόρησης.

Πράγματι, αυτά τα Μέσα ήταν δίαυλοι παραπληροφόρησης και διαστρέβλωσης των ροών της πληροφορίας, ωστόσο αυτές οι αποφάσεις, με τον τρόπο που ελήφθησαν, αφενός δεν είχαν πειστικό νομικό έρεισμα και αφετέρου κατέδειξαν την τρωτότητα των πλατφορμών απέναντι σε πολιτικές πιέσεις (συχνά το φαινόμενο αυτό ονομάζεται jawboning). Συμπερασματικά, η εξουσία που έχουν αποκτήσει οι μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες πάνω στις ζωές μας και τον τρόπο που συνδεόμαστε πρέπει να ασκείται εντός δημοκρατικών ρυθμιστικών πλαισίων με αυξημένη εποπτεία, με ευθύνη και σεβασμό προς τις πολιτισμικές και κοινωνικό-πολιτικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, αλλά και συμπεριληπτικά ώστε να μην αποκλείεται καμία φωνή και κανένα άτομο. Παρόλα αυτά, πολλές έρευνες έχουν δείξει εμπεριστατωμένα ότι οι πολιτικές διαχείρισης περιεχομένου των ΜΚΔ, και δη της Meta, έχουν ασκήσει ασύμμετρη λογοκρισία σε παραγκωνισμένα ή ετεροκανονικά άτομα.

Insights into the effectiveness of Meta removing content praising, supporting or representing designated hate organizations and figures to reduce offline harm, and insights into alternative or additional measures to address these harms

Είναι ευπρόσδεκτη η πρόσφατη αλλαγή της πολιτικής της Meta να επιτρέπει τον ουδέτερο (ή καταδικαστικό) διάλογο αναφορικά με άτομα ή οργανώσεις που έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνα/ες. Η πρόσφατη εμπειρία είναι διαφωτιστική. Πρόσφατα, δημοσιεύσαμε μια μελέτη με τον Ν. Σμυρναίο, όπου αναλύσαμε την περίπτωση της λογοκρισίας διάφορων λογαριασμών δημοσιογράφων, φωτορεπόρτερ και επιφανών σχολιαστών, οι οποίοι είτε αναφέρονταν στην ιστορία γύρω από την απεργία πείνας του καταδικασμένου τρομοκράτη της 17 Νοέμβρη Δ. Κουφοντίνα είτε αναδημοσίευαν οπτικοακουστικό υλικό από τις πορείες που γίνονταν υπέρ του ή κατά της κυβερνητικής διαχείρισης της υπόθεσης. Η Meta ισχυρίστηκε ότι εφάρμοζε ακριβώς αυτή την πολιτική που τώρα άλλαξε. Δηλαδή, οι διαχειριστές περιεχομένου θεώρησαν ότι όλοι όσοι ανέφεραν το όνομα του Δ. Κουφοντίνα, μιλούσαν θετικά για τον συγκεκριμένο και, άρα, παραβίαζαν τους όρους κοινότητας. Επιπλέον, στην μελέτη μας αναφέρουμε και πιθανούς πολιτικούς λόγους που ίσως οδήγησαν στην εν λόγω αντιμετώπιση αυτού του τύπου περιεχομένου, που όμως είναι απλώς μία υπόθεση. Το βέβαιο είναι ότι ο προηγούμενος όρος κοινότητας ήταν προβληματικός, καθώς δεν ευνοούσε την πολυφωνία και ελευθερία της έκφρασης και πληροφόρησης.

Τέλος, θα ήταν πιθανώς ενδιαφέρον, στο πλαίσιο της κλιμάκωσης αντίστοιχων πολιτικά ευαίσθητων περιστατικών, να ενεργοποιείται το Oversight Board σε συνεργασία με τους διαχειριστές περιεχομένου, που μιλούν τη γλώσσα και κατανοούν επαρκώς τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, ώστε να βελτιώνονται οι παράμετροι λήψης αποφάσεων και να είναι πιο αντιπροσωπευτικές της σημασίας των εν λόγω υποθέσεων.

The transparency of Meta’s designation list, in particular for designated hate organizations and figures who may be participating lawfully in elections.

Πιστεύω πως η λίστα αυτή θα έπρεπε να είναι δημόσια προσβάσιμη, καθώς γνωρίζουμε ότι υπάρχει, μιας και έγινε leak μαζί με τα υπόλοιπα Facebook Papers. Επίσης, γνωρίζουμε πως εν πολλοίς, αποτελεί μια προέκταση (ή καθρέπτης) της αντίστοιχης λίστας του U.S. Department of State. Καταλαβαίνω, λοιπόν, πως η Meta ανησυχεί για την πιθανή αρνητική δημοσιότητα που θα μπορούσε να συγκεντρώσει μια τέτοια δημοσιοποίηση, αλλά θεωρώ ότι θα ήταν χρήσιμο για τη δημοκρατία και την λογοδοσία. Επιπλέον, αυτή η δημοσιοποίηση θα επέτρεπε σε τοπικούς φορείς της κοινωνίας των πολιτών να συμβουλέψουν τη Meta πάνω σε πολύπλοκες υποθέσεις.